Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στηθοσκοπημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Επίθετο
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στηθοσκοπημέν
ος
η
στηθοσκοπημέν
η
το
στηθοσκοπημέν
ο
γενική
του
στηθοσκοπημέν
ου
της
στηθοσκοπημέν
ης
του
στηθοσκοπημέν
ου
αιτιατική
τον
στηθοσκοπημέν
ο
τη
στηθοσκοπημέν
η
το
στηθοσκοπημέν
ο
κλητική
στηθοσκοπημέν
ε
στηθοσκοπημέν
η
στηθοσκοπημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στηθοσκοπημέν
οι
οι
στηθοσκοπημέν
ες
τα
στηθοσκοπημέν
α
γενική
των
στηθοσκοπημέν
ων
των
στηθοσκοπημέν
ων
των
στηθοσκοπημέν
ων
αιτιατική
τους
στηθοσκοπημέν
ους
τις
στηθοσκοπημέν
ες
τα
στηθοσκοπημέν
α
κλητική
στηθοσκοπημέν
οι
στηθοσκοπημέν
ες
στηθοσκοπημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
στηθοσκοπημένος
(
ιατρική
,
σπάνιο
)
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
στηθοσκοπώ
Αντώνυμα
επεξεργασία
αστηθοσκόπητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στηθοσκοπημένος