αστηθοσκόπητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αστηθοσκόπητος < α- + στηθοσκοπώ + -τος
Επίθετο
επεξεργασίααστηθοσκόπητος
- (ιατρική, σπάνιο) που δεν τον έχουν στηθοσκοπήσει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αστηθοσκόπητος
|
Πηγές
επεξεργασία- αστηθοσκόπητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)