Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στηθοσκοπικός η στηθοσκοπική το στηθοσκοπικό
      γενική του στηθοσκοπικού της στηθοσκοπικής του στηθοσκοπικού
    αιτιατική τον στηθοσκοπικό τη στηθοσκοπική το στηθοσκοπικό
     κλητική στηθοσκοπικέ στηθοσκοπική στηθοσκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στηθοσκοπικοί οι στηθοσκοπικές τα στηθοσκοπικά
      γενική των στηθοσκοπικών των στηθοσκοπικών των στηθοσκοπικών
    αιτιατική τους στηθοσκοπικούς τις στηθοσκοπικές τα στηθοσκοπικά
     κλητική στηθοσκοπικοί στηθοσκοπικές στηθοσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στηθοσκοπικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

στηθοσκοπικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία