Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στηθοσκοπικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στηθοσκοπικ
ός
η
στηθοσκοπικ
ή
το
στηθοσκοπικ
ό
γενική
του
στηθοσκοπικ
ού
της
στηθοσκοπικ
ής
του
στηθοσκοπικ
ού
αιτιατική
τον
στηθοσκοπικ
ό
τη
στηθοσκοπικ
ή
το
στηθοσκοπικ
ό
κλητική
στηθοσκοπικ
έ
στηθοσκοπικ
ή
στηθοσκοπικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στηθοσκοπικ
οί
οι
στηθοσκοπικ
ές
τα
στηθοσκοπικ
ά
γενική
των
στηθοσκοπικ
ών
των
στηθοσκοπικ
ών
των
στηθοσκοπικ
ών
αιτιατική
τους
στηθοσκοπικ
ούς
τις
στηθοσκοπικ
ές
τα
στηθοσκοπικ
ά
κλητική
στηθοσκοπικ
οί
στηθοσκοπικ
ές
στηθοσκοπικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στηθοσκοπικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
στηθοσκοπικός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στηθοσκοπικός
γαλλικά
:
stéthoscopique
(fr)