stéthoscopique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ste.tɔs.kɔ.pik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stéthoscopique | stéthoscopiques |
stéthoscopique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
stéthoscopique | stéthoscopiques |
stéthoscopique (fr) αρσενικό ή θηλυκό