gji
Αλβανικά (sq)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgji (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: gjiri) (πληθυντικός gji)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚροατικά (hr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgji (hr)
gji (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: gjiri) (πληθυντικός gji)
gji (hr)