dada
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dada < (ηχομιμητική λέξη) (στην παιδική γλώσσα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dada | dadas |
dada (fr) αρσενικό
- το αλογάκι
- η αγαπημένη απασχόληση
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- dada - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Μαλαϊκά (ms)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdada (ms)