Ετυμολογία

επεξεργασία
butono < buton- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική butono butonoj
αιτιατική butonon butonojn

butono (eo)

klaku sur ĉi tiu butono - πατήστε (κάντε κλικ) πάνω σ' αυτό το κουμπί