Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανικέτι τα μανικέτια
      γενική του μανικετιού των μανικετιών
    αιτιατική το μανικέτι τα μανικέτια
     κλητική μανικέτι μανικέτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανικέτι < το ιταλικό manichetto

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μανικέτι ουδέτερο

  • η μανσέτα, το κάτω τμήμα του μανικιού του πουκάμισου

Σημειώσεις επεξεργασία

  • οι λέξεις αυτές (μανικέτι, μανσέτα και πολλές άλλες) εισήχθησαν στην ελληνική γλώσσα μαζί με τα ρούχα που περιέγραφαν, σε εποχές που δεν υπήρχε κανένα αντίστοιχο ελληνικό ρούχο

  Μεταφράσεις επεξεργασία