ενικός         πληθυντικός  
sleeve sleeves

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sleeve (en)

  1. το μανίκι
    ⮡  a shirt with long sleeves - πουκάμισο με μακριά μανίκια
  2. το εξώφυλλο, η θήκη για CD, δίσκο γραμμόφωνου κτλ.

Συγγενικά

επεξεργασία