Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμανίκωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμανίκωτ
ος
η
αμανίκωτ
η
το
αμανίκωτ
ο
γενική
του
αμανίκωτ
ου
της
αμανίκωτ
ης
του
αμανίκωτ
ου
αιτιατική
τον
αμανίκωτ
ο
την
αμανίκωτ
η
το
αμανίκωτ
ο
κλητική
αμανίκωτ
ε
αμανίκωτ
η
αμανίκωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμανίκωτ
οι
οι
αμανίκωτ
ες
τα
αμανίκωτ
α
γενική
των
αμανίκωτ
ων
των
αμανίκωτ
ων
των
αμανίκωτ
ων
αιτιατική
τους
αμανίκωτ
ους
τις
αμανίκωτ
ες
τα
αμανίκωτ
α
κλητική
αμανίκωτ
οι
αμανίκωτ
ες
αμανίκωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμανίκωτος
<
μεσαιωνική ελληνική
αμανίκωτος
<
ἀ-
+
μανίκι
+
-ωτος
Επίθετο
επεξεργασία
αμανίκωτος
(αφορά ρούχα)
χωρίς
μανίκια
≈
συνώνυμα
:
αμάνικος
Μια κυρία της 3ης χιλιετίας φορούσε ένα φόρεμα μα κωδωνόσχημη φούστα και
αμανίκωτο
μπούστο (κορσάζ), που άφηνε ακάλυπτο το στήθος, ξεχειλωτό τον αυχένα.
(
*
)
(αφορά ανθρώπους)
χωρίς
μανίκια
≈
συνώνυμα
:
ξεμανίκωτος
(
μεταφορικά
)
χωρίς
λαβή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χωρίς μανίκια
αγγλικά
:
sleeveless
(en)
χωρίς λαβή
αγγλικά
:
haftless
(en)