αμάνικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμάνικος | η | αμάνικη | το | αμάνικο |
γενική | του | αμάνικου | της | αμάνικης | του | αμάνικου |
αιτιατική | τον | αμάνικο | την | αμάνικη | το | αμάνικο |
κλητική | αμάνικε | αμάνικη | αμάνικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμάνικοι | οι | αμάνικες | τα | αμάνικα |
γενική | των | αμάνικων | των | αμάνικων | των | αμάνικων |
αιτιατική | τους | αμάνικους | τις | αμάνικες | τα | αμάνικα |
κλητική | αμάνικοι | αμάνικες | αμάνικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αμάνικος
- για ρούχο (πουκάμισο, φόρεμα κλπ) που δεν έχει μανίκια
- ο νεαρός έβγαλε το αμάνικο μπλουζάκι του και ξάπλωσε στην άμμο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμάνικος