Ετυμολογία

επεξεργασία
sleeveless < sleeve + -less

  Επίθετο

επεξεργασία

sleeveless (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αμάνικος
    ⮡  The young man took off his sleeveless shirt and lied down in the sand.
    Ο νεαρός έβγαλε το αμάνικο μπλουζάκι του και ξάπλωσε στην άμμο.