kapo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kapo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapo | kapoj |
αιτιατική | kapon | kapojn |
kapo (eo)
- το κεφάλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapo | kapoj |
αιτιατική | kapon | kapojn |
kapo (eo)