Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπέρτα οι μπέρτες
      γενική της μπέρτας
    αιτιατική την μπέρτα τις μπέρτες
     κλητική μπέρτα μπέρτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπέρτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική berta < γαλλική berthe (ελαφρό πέπλο λαιμού) < γερμανική Bertha, το όνομα της μητέρας τού Καρλομάγνου που το φορούσε [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπέρτα θηλυκό

  1. (ενδυμασία) γυναικείο φαρδύ πανωφόρι, χωρίς μανίκια
  2. (ειδικότερα) παρόμοιο ρούχο από πιο ελαφρύ υλικό χρειάζεται παράθεμα
    Μια μπέρτα' ρίχνουν στους ώμους τους πελάτισσες των κομμωτηρίων και οι πελάτες των κουρείων.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.