Ετυμολογία

επεξεργασία
berthe < Berthe, το όνομα της μητέρας του Καρολομάγνου

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
berthe berthes

berthe (fr) θηλυκό

  1. ο μεγάλος, φαρδύς γιακάς
  2. η μικρή γυναικεία πελερίνα, η μπέρτα
  3. στην αρχαιότητα, το μεταλλικό σκεύος για τη μεταφορά του γάλακτος