πελερίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πελερίνα | οι | πελερίνες |
γενική | της | πελερίνας | των | (πελερινών) |
αιτιατική | την | πελερίνα | τις | πελερίνες |
κλητική | πελερίνα | πελερίνες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπελερίνα θηλυκό