Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κομμωτήριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κομμωτήρι
ο
τα
κομμωτήρι
α
γενική
του
κομμωτηρί
ου
&
κομμωτήρι
ου
των
κομμωτηρί
ων
αιτιατική
το
κομμωτήρι
ο
τα
κομμωτήρι
α
κλητική
κομμωτήρι
ο
κομμωτήρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κομμωτήριο
<
κομμώ
+
-τήριο
Η λέξη μαρτυρείται από το 1888
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ko.moˈti.ɾi.o
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κομμωτήριο
ουδέτερο
ειδικό
κατάστημα
για το
κόψιμο
, το
χτένισμα
και την περιποίηση των
μαλλιών
Συγγενικά
επεξεργασία
κόμμωση
κομμωτής
κομμωτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κομμωτήριο
γαλλικά
:
salon
(fr)
de
coiffure
(fr)