Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομμωτής οι κομμωτές
      γενική του κομμωτή των κομμωτών
    αιτιατική τον κομμωτή τους κομμωτές
     κλητική κομμωτή κομμωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομμωτής < αρχαία ελληνική κομμωτής < κομμόω (καλλωπίζω) + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κομμωτής αρσενικό, κομμώτρια θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία