Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κομμωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κομμωτικ
ός
η
κομμωτικ
ή
το
κομμωτικ
ό
γενική
του
κομμωτικ
ού
της
κομμωτικ
ής
του
κομμωτικ
ού
αιτιατική
τον
κομμωτικ
ό
την
κομμωτικ
ή
το
κομμωτικ
ό
κλητική
κομμωτικ
έ
κομμωτικ
ή
κομμωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κομμωτικ
οί
οι
κομμωτικ
ές
τα
κομμωτικ
ά
γενική
των
κομμωτικ
ών
των
κομμωτικ
ών
των
κομμωτικ
ών
αιτιατική
τους
κομμωτικ
ούς
τις
κομμωτικ
ές
τα
κομμωτικ
ά
κλητική
κομμωτικ
οί
κομμωτικ
ές
κομμωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κομμωτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
κομμωτικός
σχετικός με την
κόμμωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κομμωτικός