ενικός         πληθυντικός  
gamma gammas

Ουσιαστικό

επεξεργασία

gamma (fr) αρσενικό

  1. γάμμα



Ουσιαστικό

επεξεργασία

gamma (pl) θηλυκό

  1. το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: γάμα