ντανταϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντανταϊσμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική dadaïsme[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντανταϊσμός αρσενικό
- (τέχνη) καλλιτεχνικό ρεύμα που άνθισε μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και επιχείρησε να ανανεώσει την τέχνη απορρίπτοντας τις καθιερωμένες της αρχές
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ ντανταϊσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας