↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντανταϊσμός οι ντανταϊσμοί
      γενική του ντανταϊσμού των ντανταϊσμών
    αιτιατική τον ντανταϊσμό τους ντανταϊσμούς
     κλητική ντανταϊσμέ ντανταϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντανταϊσμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική dadaïsme[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντανταϊσμός αρσενικό

  • (τέχνη) καλλιτεχνικό ρεύμα που άνθισε μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και επιχείρησε να ανανεώσει την τέχνη απορρίπτοντας τις καθιερωμένες της αρχές

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία