ντα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντα < → λείπει η ετυμολογία
Επιφώνημα επεξεργασία
ντα και νταντά ουδέτερο
- (νηπιακή λέξη) (η) ξυλιά, (η) χειροδικία
Εκφράσεις επεξεργασία
- κάνω ντα: δέρνω, βαρώ ξυλιές, ξυλιάζω, τις βρέχω (σε κάποιον)
- θα σε κάνω ντα: απειλή χειροδικίας ή διευκρίνιση πριν την χειροδικία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντα
|