θείτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θείτσα | οι | θείτσες |
γενική | της | θείτσας | — | |
αιτιατική | τη | θείτσα | τις | θείτσες |
κλητική | θείτσα | θείτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θείτσα < υποκοριστικό του θεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθείτσα θηλυκό