Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θείτσα οι θείτσες
      γενική της θείτσας
    αιτιατική τη θείτσα τις θείτσες
     κλητική θείτσα θείτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θείτσα < υποκοριστικό του θεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θείτσα θηλυκό

  1. θεία
  2. (μειωτικό) αφελής ή κουτσομπόλα γυναίκα μεγάλης ηλικίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία