κτήτωρ
Ετυμολογία
επεξεργασία- κτήτωρ < αρχαία ελληνική . Δείτε και κτιτορικός από επίδραση του κτίζω[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακτήτωρ αρσενικό (θηλυκό κτητόρισσα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κτιτορικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- κτήτωρ - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κτήτωρ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κτήτωρ | οἱ | κτήτορες | ||||
γενική | τοῦ | κτήτορος | τῶν | κτητόρων | ||||
δοτική | τῷ | κτήτορῐ | τοῖς | κτήτορσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | κτήτορᾰ | τοὺς | κτήτορᾰς | ||||
κλητική ὦ! | κτῆτορ | κτήτορες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κτήτορε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κτητόροιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κτήτωρ (ελληνιστική κοινή) < θέμα κτη- (όπως στο αρχαίο κτάομαι / κτῶμαι) [1] + -τωρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίακτήτωρ αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κτάομαι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «κτήτορας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- κτήτωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κτήτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.