Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κτήτωρ οἱ κτήτορες
      γενική τοῦ κτήτορος τῶν κτητόρων
      δοτική τῷ κτήτορ τοῖς κτήτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κτήτορ τοὺς κτήτορᾰς
     κλητική ! κτῆτορ κτήτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κτήτορε
γεν-δοτ τοῖν  κτητόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κτήτωρ (ελληνιστική κοινή) < θέμα κτη- (όπως στο αρχαίο κτάομαι / κτῶμαι) [1] + -τωρ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κτήτωρ αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη κτάομαι

Αναφορές

επεξεργασία
  1. «κτήτορας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.