πανδαμάτωρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πανδαμάτωρ | οι | πανδαμάτορες |
γενική | του | πανδαμάτορος | των | πανδαματόρων |
αιτιατική | τον | πανδαμάτορα | τους | πανδαμάτορες |
κλητική | πανδαμάτορ | πανδαμάτορες | ||
Δείτε και το νεότερο «πανδαμάτορας» | ||||
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πανδαμάτωρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανδαμάτωρ[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pan.ðaˈma.toɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παν‐δα‐μά‐τωρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπανδαμάτωρ αρσενικό, πανδαμάτειρα θηλυκό
- αυτός που τα δαμάζει όλα, που τα νικάει όλα
- ο πανδαμάτωρ χρόνος: ο χρόνος που τα δαμάζει όλα, που τα νικάει όλα. (ποιητική φράση για την επίδραση του χρόνου)
- «Πανδαμάτειρα καὶ Πανδαμάτωρ» (διήγημα του Ἐμμανουὴλ Ροΐδη)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πανδαμάτωρ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πανδαμάτωρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας