↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πανδαμάτωρ οι πανδαμάτορες
      γενική του πανδαμάτορος των πανδαματόρων
    αιτιατική τον πανδαμάτορα τους πανδαμάτορες
     κλητική πανδαμάτορ πανδαμάτορες
Δείτε και το νεότερο «πανδαμάτορας»
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πανδαμάτωρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανδαμάτωρ[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pan.ðaˈma.toɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παν‐δα‐μά‐τωρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πανδαμάτωρ αρσενικό, πανδαμάτειρα θηλυκό

  • αυτός που τα δαμάζει όλα, που τα νικάει όλα
    ο πανδαμάτωρ χρόνος: ο χρόνος που τα δαμάζει όλα, που τα νικάει όλα. (ποιητική φράση για την επίδραση του χρόνου)
    «Πανδαμάτειρα καὶ Πανδαμάτωρ» (διήγημα του Ἐμμανουὴλ Ροΐδη)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία