σοσιαλιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σοσιαλιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική socialiste (κατάληξη -ιστής)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /so.si.a.liˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐σι‐α‐λι‐στής
Ουσιαστικό επεξεργασία
σοσιαλιστής αρσενικό (θηλυκό σοσιαλίστρια)
- (πολιτική) αυτός που ασπάζεται την ιδεολογία του σοσιαλισμού
Συνώνυμα επεξεργασία
- κοινωνιστής (παρωχημένο)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη σοσιαλισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρσενικό
|
Πηγές επεξεργασία
- σοσιαλιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λήγουν σε -σοσιαλιστής - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)