Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χριστιανοσοσιαλιστής οι χριστιανοσοσιαλιστές
      γενική του χριστιανοσοσιαλιστή των χριστιανοσοσιαλιστών
    αιτιατική τον χριστιανοσοσιαλιστή τους χριστιανοσοσιαλιστές
     κλητική χριστιανοσοσιαλιστή χριστιανοσοσιαλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χριστιανοσοσιαλιστής < χριστιανός + σοσιαλιστής.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χριστιανοσοσιαλιστής αρσενικό

Ο υπερβολικός πλουτισμός κάνει κακό στη δημοκρατία, έλεγε ο χριστιανοσοσιαλιστής Τάουνι.

  Μεταφράσεις επεξεργασία