χριστιανοσοσιαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χριστιανοσοσιαλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική Christian socialism + -μός < ελληνιστική κοινή Χριστός + λατινική socius
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χριστιανοσοσιαλισμός αρσενικό
- (πολιτική, κοινωνιολογία) πολιτική και κοινωνική ιδεολογία που συνδυάζει χριστιανικές αξίες με σοσιαλιστικές αρχές, προάγοντας την κοινωνική δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα και υποστηρίζοντας ότι η πίστη στο Χριστό και η αγάπη προς τον πλησίον πρέπει να αντικατοπτρίζονται σε κοινωνικές και οικονομικές δομές
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χριστιανοσοσιαλισμός