χριστιανοσοσιαλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χριστιανοσοσιαλιστικός < χριστιανοσοσιαλιστής + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαχριστιανοσοσιαλιστικός
- που έχει σχέση με τον χριστιανοσοσιαλισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία χριστιανοσοσιαλιστικός
|