Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοινωνιστής οι κοινωνιστές
      γενική του κοινωνιστή των κοινωνιστών
    αιτιατική τον κοινωνιστή τους κοινωνιστές
     κλητική κοινωνιστή κοινωνιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινωνιστής < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική socialiste, communiste. Μορφολογικά αναλύεται σε κοινων(ισμός) + -ιστής.[1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.no.niˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοι‐νω‐νι‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοινωνιστής αρσενικό (θηλυκό κοινωνίστρια)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. κοινωνιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. κοινωνιστήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)