ενικός         πληθυντικός  
socialiste socialistes

socialiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σοσιαλιστικός

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
socialiste socialistes

socialiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο σοσιαλιστής, η σοσιαλίστρια