Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɔ.sja.list/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
socialiste socialistes

socialiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σοσιαλιστικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
socialiste socialistes

socialiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο σοσιαλιστής, η σοσιαλίστρια