leganto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leganto | legantoj |
αιτιατική | leganton | legantojn |
leganto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leganto | legantoj |
αιτιατική | leganton | legantojn |
leganto (eo)