συγγνωστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγγνωστός < αρχαία ελληνική συγγνωστός < συγγιγνώσκω < γιγνώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃-
Επίθετο
επεξεργασίασυγγνωστός, -ή, -ό
- που μπορεί, αξίζει ή πρέπει να συγχωρεθεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συγγνωστός
|