↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγγνωστός η συγγνωστή το συγγνωστό
      γενική του συγγνωστού της συγγνωστής του συγγνωστού
    αιτιατική τον συγγνωστό τη συγγνωστή το συγγνωστό
     κλητική συγγνωστέ συγγνωστή συγγνωστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγγνωστοί οι συγγνωστές τα συγγνωστά
      γενική των συγγνωστών των συγγνωστών των συγγνωστών
    αιτιατική τους συγγνωστούς τις συγγνωστές τα συγγνωστά
     κλητική συγγνωστοί συγγνωστές συγγνωστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγγνωστός < αρχαία ελληνική συγγνωστός < συγγιγνώσκω < γιγνώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃-

  Επίθετο

επεξεργασία

συγγνωστός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία