↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγχωρητέος η συγχωρητέα το συγχωρητέο
      γενική του συγχωρητέου της συγχωρητέας του συγχωρητέου
    αιτιατική τον συγχωρητέο τη συγχωρητέα το συγχωρητέο
     κλητική συγχωρητέε συγχωρητέα συγχωρητέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγχωρητέοι οι συγχωρητέες τα συγχωρητέα
      γενική των συγχωρητέων των συγχωρητέων των συγχωρητέων
    αιτιατική τους συγχωρητέους τις συγχωρητέες τα συγχωρητέα
     κλητική συγχωρητέοι συγχωρητέες συγχωρητέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

συγχωρητέος < συγχωρώ + -τέος

  Επίθετο

επεξεργασία

συγχωρητέος, -α, -ο

  • (ρηματικό επίθετο) που υπάρχει η δυνατότητα να συγχωρηθεί, να μην τιμωρηθεί, που ίσως θα ήταν καλό να συγχωρηθεί, που δεν έχει κάνει κάτι ασυγχώρητο ή χωρίς δικαιολογία
    δεν κατόρθωσε ν' αντισταθεί σ' έναν πειρασμό έτσι κι αλλιώς συγχωρητέο, και, σκύβοντας μπροστά, άγγιξε την πλάτη του θηρίου (Alberto Moravia, Ο Κροκόδειλος, μετ. Σωτ. Τριβιζά)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία