Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

excusable < excuser

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
excusable excusables

excusable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί να συγχωρηθεί
  2. που πρέπει να συγχωρηθεί