Ετυμολογία

επεξεργασία
συγγιγνώσκω < σύν + γιγνώσκω

συγγιγνώσκω

  1. έχω την ίδια γνώμη (με άλλον)
  2. συμφωνώ, αποδέχομαι την γνώμη (του άλλου)
  3. υποχωρώ, αποδέχομαι τη γνώμη (του άλλου)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • συγγιγνώσκω ἑμαυτῷ: έχω την εντύπωση ότι

Συγγενικά

επεξεργασία