συγγιγνώσκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυγγιγνώσκω
- έχω την ίδια γνώμη (με άλλον)
- συμφωνώ, αποδέχομαι την γνώμη (του άλλου)
- υποχωρώ, αποδέχομαι τη γνώμη (του άλλου)
Εκφράσεις
επεξεργασία- συγγιγνώσκω ἑμαυτῷ: έχω την εντύπωση ότι