Ετυμολογία

επεξεργασία
γνωστεύω < γνωστικός ή γνώστης ή γνώση

γνωστεύω

ενεστ. γνωστεύω παρατ. γνώστευα μέλ. στ. θα γνωστέψω και εξακ. θα γνωστεύω' αόριστ. γνώστεψα παρακ. έχω γνωστέψει μετοχή γνωστεύοντας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία