καρδιογνώστης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρδιογνώστης < ελληνιστική κοινή καρδιογνώστης
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρδιογνώστης αρσενικό (θηλυκό: καρδιογνώστρια)
- αυτός που γνωρίζει ή αντιλαμβάνεται τις σκέψεις ή επιθυμίες κάποιου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρδιογνώστης
|