καρδιογνώστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρδιογνώστρια < καρδιογνώστης + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρδιογνώστρια θηλυκό
- θηλυκό του καρδιογνώστης
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρδιογνώστρια
|
καρδιογνώστρια θηλυκό
|