Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεδηλωμένη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής δεδηλωμένος του ρήματος δηλώνω (αρχαίο δηλόω, δηλῶ). Από τη φράση "δεδηλωμένη πλειοψηφία"

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεδηλωμένη θηλυκό

  1. η φανερή, η αναμφισβήτητη
  2. (πολιτική) η αποδεδειγμένη υποστήριξη της πλειοψηφίας της Βουλής προς την κυβέρνηση μετά από ψηφοφορία εντός της Βουλής
    η κυβέρνηση έχει χάσει τη δεδηλωμένη και οφείλει να παραιτηθεί

Εκφράσεις επεξεργασία

  • η αρχή της δεδηλωμένης: η αρχή σύμφωνα με την οποία όποια κυβέρνηση σχηματιστεί δεν θεωρείται έγκυρη αν δεν υποστηρίζεται αποδεδειγμένα από την πλειοψηφία των μελών του κοινοβουλίου. Αν, δηλαδή, δεν έχει λάβει δηλαδή ψήφο εμπιστοσύνης (σαν πολιτική έννοια πρωτοεμφανίστηκε το 1875 από τον Χαρίλαο Τρικούπη ό οποίος ζήτησε από τον Βασιλιά να μην διορίζει κυβερνήσεις που δεν υποστηρίζονται από την πλειοψηφία του Κοινοβουλίου)

  Μεταφράσεις επεξεργασία