δηλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈlo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐λώ‐νο‐μαι
- ομόηχο: δηλώνομε
Ρήμα
επεξεργασίαδηλώνομαι, π.αόρ.: δηλώθηκα, μτχ.π.π.: δηλωμένος, (ενεργ.: δηλώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος δηλώνω