Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

δηλωμένη

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δηλωμένη θηλυκό

  • η πόρνη που έχει επίσημα δηλώσει την ιδιότητά της στις αρχές