Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διπρόσωπος η διπρόσωπη το διπρόσωπο
      γενική του διπρόσωπου της διπρόσωπης του διπρόσωπου
    αιτιατική τον διπρόσωπο τη διπρόσωπη το διπρόσωπο
     κλητική διπρόσωπε διπρόσωπη διπρόσωπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διπρόσωποι οι διπρόσωπες τα διπρόσωπα
      γενική των διπρόσωπων των διπρόσωπων των διπρόσωπων
    αιτιατική τους διπρόσωπους τις διπρόσωπες τα διπρόσωπα
     κλητική διπρόσωποι διπρόσωπες διπρόσωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

διπρόσωπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διπρόσωπος < δι- (δίς) + -πρόσωπος αρχαία ελληνική πρόσωπον

  Επίθετο

διπρόσωπος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει δύο πρόσωπα
    ο διπρόσωπος ρωμαϊκός θεός Ιανός
  2. (μεταφορικά) που εμφανίζεται με δύο πρόσωπα, ο υποκριτής
    Ο διπρόσωπος! Μας έκανε το φίλο και από πίσω μας μας έσκαβε το λάκκο.
     συνώνυμα: δίμουρος

Συγγενικά

  Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διπρόσωπος τὸ διπρόσωπον
      γενική τοῦ/τῆς διπροσώπου τοῦ διπροσώπου
      δοτική τῷ/τῇ διπροσώπ τῷ διπροσώπ
    αιτιατική τὸν/τὴν διπρόσωπον τὸ διπρόσωπον
     κλητική ! διπρόσωπε διπρόσωπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διπρόσωποι τὰ διπρόσωπ
      γενική τῶν διπροσώπων τῶν διπροσώπων
      δοτική τοῖς/ταῖς διπροσώποις τοῖς διπροσώποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διπροσώπους τὰ διπρόσωπ
     κλητική ! διπρόσωποι διπρόσωπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διπροσώπω τὼ διπροσώπω
      γεν-δοτ τοῖν διπροσώποιν τοῖν διπροσώποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

διπρόσωπος (ελληνιστική κοινή) < δι- (δίς) + αρχαία ελληνική -πρόσωπος (πρόσωπον)

  Επίθετο

διπρόσωπος, -ος, -ον

  Πηγές