↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λυόμενος η λυόμενη το λυόμενο
      γενική του λυόμενου της λυόμενης του λυόμενου
    αιτιατική τον λυόμενο τη λυόμενη το λυόμενο
     κλητική λυόμενε λυόμενη λυόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λυόμενοι οι λυόμενες τα λυόμενα
      γενική των λυόμενων των λυόμενων των λυόμενων
    αιτιατική τους λυόμενους τις λυόμενες τα λυόμενα
     κλητική λυόμενοι λυόμενες λυόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /liˈo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυ‐ό‐με‐νος

λυόμενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λυόμενος λυομένη τὸ λυόμενον
      γενική τοῦ λυομένου τῆς λυομένης τοῦ λυομένου
      δοτική τῷ λυομέν τῇ λυομέν τῷ λυομέν
    αιτιατική τὸν λυόμενον τὴν λυομένην τὸ λυόμενον
     κλητική ! λυόμενε λυομένη λυόμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λυόμενοι αἱ λυόμεναι τὰ λυόμεν
      γενική τῶν λυομένων τῶν λυομένων τῶν λυομένων
      δοτική τοῖς λυομένοις ταῖς λυομέναις τοῖς λυομένοις
    αιτιατική τοὺς λυομένους τὰς λυομένᾱς τὰ λυόμεν
     κλητική ! λυόμενοι λυόμεναι λυόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λυομένω τὼ λυομέν τὼ λυομένω
      γεν-δοτ τοῖν λυομένοιν τοῖν λυομέναιν τοῖν λυομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

λυόμενος, -η, -ον