• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

λυόμενο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λυόμενο τα λυόμενα
      γενική του λυόμενου των λυόμενων
    αιτιατική το λυόμενο τα λυόμενα
     κλητική λυόμενο λυόμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
λυόμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λυόμενος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λυόμενο ουδέτερο

  • σπίτι που είναι συναρμολογούμενο και συναρμολογείται στο σημείο εγκατάστασής του

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    λυόμενο
  • γαλλικά : maison préfabriquée (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λυόμενο&oldid=6737951"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Ιουνίου 2024, στις 20:15

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Ιουνίου 2024, στις 20:15.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας