λύομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
λύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος λύω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
λύομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος λύω
- (μέση διάθεση) εξαγοράζω
- (παθητική διάθεση)