Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λύοι
  • γ΄ πρόσωπο ενικού στην ευκτική του ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος λύω
→ δείτε τη λέξη  λύω