παραλυσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραλυσία < (άμεσο δάνειο) γαλλική paralysie < λατινική paralysis < ελληνιστική κοινή παράλυσις (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραλυσία θηλυκό
- (ιατρική) η παράλυση
- (μεταφορικά) η παράλυση
- Στη Γαλλία, από την άλλη πλευρά, η οποία αποτελεί κομμάτι του βασικού κορμού του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και τον δεύτερο υποτίθεται ισχυρό εταίρο, το κυβερνών κόμμα και ο πρόεδρος Ολάντ εμφανίζουν σημάδια πολιτικής παραλυσίας. (*)
- (μεταφορικά) η έκλυτη και ακόλαστη ζωή και συμπεριφορά
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραλυσία
|