παράλυσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παράλυσῐς | αἱ | παραλύσεις | ||||
γενική | τῆς | παραλύσεως | τῶν | παραλύσεων | ||||
δοτική | τῇ | παραλύσει | ταῖς | παραλύσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παράλυσῐν | τὰς | παραλύσεις | ||||
κλητική ὦ! | παράλυσῐ | παραλύσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραλύσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παραλυσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παράλυσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παραλύ(ω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρά- + λύσις.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράλυσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- η παράλυση
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- παράλυσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράλυσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.