Δείτε επίσης: απολύω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

απολλύω < αρχαία ελληνική ἀπόλλυμι

  Ρήμα επεξεργασία

απολλύω, στ.μέλλ.: θα απολέσω, αόρ.: απώλεσα, μτχ.παθ.αορ απολεσθείς (οι εξακολουθητικοί χρόνοι δεν χρησιμοποιούνται)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία